- λαθώνω
- (Μ λαθώνω)1. κάνω κάποιον να πέσει σε σφάλμα, παραπλανώ2. κάνω λάθος, λαθεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθος. Η λ. απαντά σήμερα στο ποντιακό ιδίωμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάθωμα — το (Μ λάθωμα) εσφαλμένη γνώμη, λάθος, λάθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθώνω. Η λ. απαντά σήμερα στο ποντιακό ιδίωμα] … Dictionary of Greek